βουλευτικοῦ

βουλευτικοῦ
βουλευτικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γιατράκος — I Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Λακεδαίμονας. Γενάρχης της ήταν ο Πέτρος Μέδικος, από τον ηγεμονικό οίκο της Φλωρεντίας, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα το 1331 με τον Βάλτερ Β’ Βρυέννιο. Ο Πέτρος Μέδικος επιχείρησε να καταλάβει το δουκάτο της… …   Dictionary of Greek

  • ασυλία — Δικαίωμα εξαίρεσης από το κοινό δίκαιο, την οποία απολαμβάνει ένα άτομο εξαιτίας της ειδικής αποστολής του. Η έννοια της α. εφαρμόζεται προπάντων στο διεθνές δίκαιο (διπλωματική α.) και στο συνταγματικό δίκαιο (κοινοβουλευτική α.). Η διπλωματική… …   Dictionary of Greek

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek

  • Άκρατα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 1.737 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου και βρίσκεται 72 χλμ. Α της Πάτρας. Κόντα στην Α. βρισκόταν η αρχαία πόλη Αιγαί. μάχη της Α. Μετά τον θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Βουδούρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από το Ζευγολατιό Κορινθίας. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις εναντίον του Δράμαλη. Σκοτώθηκε πολεμώντας στον Πειραιά με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη (1826). 2. Βασίλειος. Δημογέροντας από την Ύδρα.… …   Dictionary of Greek

  • Καλαράς, Γεώργιος — (18ος 19ος αι.). Λόγιος, γιατρός και συγγραφέας. Διακρινόταν για τις άκρως ριζοσπαστικές γλωσσικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις του. Καταγόταν από την Κορινθία και σπούδασε ιατρική και μαθηματικά στην Πίζα της Ιταλίας γύρω στο 1800. Άσκησε το… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, νησί του- — Νησί, αυτοδιοικούμενη κτήση του Βρετανικού Στέμματος, στην Ιρλανδική θάλασσα. Βρίσκεται περίπου στο μέσον της απόστασης μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Αγγλίας. Περιλαμβάνει επίσης τη νησίδα Καφ οφ Μαν, στη νοτιοδυτική ακτή.Η πρωτεύουσα του ν.τ.Μ.… …   Dictionary of Greek

  • Νοταράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Κορινθία. 1. Ανδρίκος. Αδελφός του Σωτήριου (βλ. 5.). Κατά την πολιορκία του Ακροκόρινθου από τους επίσκοπο Δαμαλών Ιωνά, Πετμεζά και Γ. Κριεζή (23 Μαρτίου 1821), πιάστηκε όμηρος και φυλακίστηκε στο φρούριο της… …   Dictionary of Greek

  • Ορλάνδος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από το Κρανίδι, που είχε εγκατασταθεί στις Σπέτσες από τον 18o αι. Σπουδαιότερα μέλη της ήταν οι επόμενοι. 1. Ιωάννης. Πλοιοκτήτης, αγωνιστής και πολιτικός. Είχε τεράστια περιουσία και διέθεσε τα περισσότερα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”